- παραποδισμός
- παραποδ-ισμός, ὁ,A hindering,
τῶν χρειῶν Artem.3.42
, cf. MenoIatr.6.9, Gal.19.386 ; ἕξεως, ψυχῆς π., Hierocl.p.21 A., Iamb.Protr.21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τῶν χρειῶν Artem.3.42
, cf. MenoIatr.6.9, Gal.19.386 ; ἕξεως, ψυχῆς π., Hierocl.p.21 A., Iamb.Protr.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραποδισμός — hindering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμός — ὁ, Α [παραποδίζω] η παρακώλυση («πάθος ἐστι παραποδισμὸς τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας νοσώδης», Γαλ.) … Dictionary of Greek
παραποδισμοῖς — παραποδισμός hindering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμοῦ — παραποδισμός hindering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμῷ — παραποδισμός hindering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμόν — παραποδισμός hindering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)